Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013


Πυκνώνουν οι φωνές

Tο ευρώ όπως λειτουργεί σήμερα οδηγεί στην αποσύνθεση της Ευρώπη

<HTML>

<BODY BGcolor="blue">
 ίχα τη μεγάλη τύχη να ξεκινήσω να εργάζομαι ως δημοσιογράφος στην «Αυγή» - ακριβώς πριν από 50 χρόνια, τον Οκτώβρη του 1963! Λίγους μήνες πριν είχα απολυθεί από το στρατό και τα μόνα εφόδια που είχα ήταν τα μαθήματα που είχα παρακολουθήσει ως τότε στη Σχολή του Σπύρου Μελά, κάποια ρεπορτάζ στο περιοδικό «Δρόμοι της Ειρήνης» και οι συστάσεις του Μάρκου Δραγούμη, διευθυντή του περιοδικού και υπεύθυνου της στήλης της «Αυγής» για τη νεολαία, για την οποία στήλη και με προόριζε ως βοηθό του. Στην πραγματικότητα, στην «Αυγή» δεν είχα απλώς τη δυνατότητα να εργαστώ. Εκεί μου
 </BODY >
</HTML>

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

«Η γενιά μου νικήθηκε από τη ζωή»


Της  Μαρίας Στασινοπούλου, περιοδικό Εντευκτήριο, τχ.97 , Μάιος -Ιούλιος  2012
          Mετά την εντυπωσιακή είσοδό του στη λογοτεχνία, με τη συλλογή διηγημάτων Ο καθρέφτης και το πρίσμα, που ερέθισε το ενδιαφέρον της κριτικής και απέσπασε υψηλής θερμοκρασίας θετικές κρίσεις, ο Μάκης Καραγιάννης δίνει το πρώτο του μυθιστόρημα με τον οικείο τίτλο Το όνειρο του Οδυσσέα, ευθεία αναφορά στον ομηρικό ήρωα, σύμβολο της περιπλάνησης και του νόστου. Πίσω από το όνειρο βρίσκεται η επιθυμία, πίσω από την επιθυμία η λαχτάρα και, σκοπός και των δύο, η επιστροφή στην πατρίδα, σε κάποια πατρίδα. Τι είναι πατρίδα όμως; Ο τόπος που γεννηθήκαμε; Ο τόπος που μεγαλώσαμε; Αυτός στον οποίο έτυχε να ζούμε; Αυτός που μας κληροδότησαν οι πρόγονοι ή αυτός που διαμορφώσαμε εμείς; Μήπως είναι οι άνθρωποι με τους οποίους συμβιώσαμε και μας συνδέουν αισθήματα αμοιβαίας αγάπης; «Συνυπάρχουν όλα σε ομόκεντρους κύκλους, έτσι που στο τέλος δεν ξέρεις τι είναι πατρίδα. Οι πέτρες ή τα αισθήματα; […] Μήπως πατρίδα είναι ό,τι αγαπάμε;» αναρωτιέται ο αφηγητής του Καραγιάννη Οδυσσέας Πανταζής (και η επιλογή του επωνύμου δεν είναι τυχαία, αν διαβαστεί ως δύο λέξεις: πάντα-ζεις, που με τη σειρά του παραπέμπει στο «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει)∙ για να καταλήξει, με την αποδεικτική δύναμη του παραδείγματος, ότι πατρίδα στην περίπτωση του μεγάλου μαθηματικού  Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή ήταν η κοινή πατρίδα του Γκαλουά, του Νεύτωνα και του Πυθαγόρα, η επιστήμη τους, δηλαδή τα μαθηματικά∙ μία άλλη εκδοχή αυτή.
          Ο ίδιος ο καημός της πατρίδας, που τον μάθαμε χρόνια τώρα ως «καημό της ρωμιοσύνης», είναι ο πυρήνας της αφήγησης και της πλοκής του μυθιστορήματος. Ο αφηγητής Οδυσσέας Πανταζής,  (μαθηματικός, με ανοιχτή επί τριακονταετία διατριβή για τον Κωνσταντίνο Καραθεοδωρή∙ απλός ρεπόρτερ επαγγελματικά που αλλάζει εργοδότες, γιατί δεν θέλει να κρατάει το στόμα του κλειστό∙ που αγαπάει από παιδί το τσέλο και τη λογοτεχνία και ήθελε να γίνει συγγραφέας∙ εμφανής σε αρκετά χαρακτηριστικά περσόνα του Καραγιάννη) ερευνά τις συνθήκες δολοφονίας του φίλου από τα φοιτητικά χρόνια Στέφανου Δενδρινού.
          Το όνομα του Οδυσσέα, που μπαίνει και στον τίτλο, ο συγγραφέας το χρησιμοποιεί με ειρωνική χροιά, παραπέμποντας στον μύθο του ομηρικού ήρωα, για να περιγράψει την υποβάθμιση της ζωής και να αντιπαραθέσει στο ηρωϊκό παρελθόν ένα εξαθλιωμένο παρόν, όπου όλα είναι βρώμικα και εξευτελιστικά (συνήθης τακτική των συμβολιστών αυτή).
          Ο Πανταζής, επιχειρώντας να εξιχνιάσει τη ζωή και τις συνθήκες θανάτου τού Δενδρινού, γράφει ―ηθελημένα ή αθέλητα― την πορεία της γενιάς τους, λίγο πριν-λίγο μετά, (Πολυτεχνείο, Μεταπολίτευση, οικονομικό πανηγύρι, Πασόκ, Ν.Δ., χρέος, χάος, καταστροφή). Ξεκινά το 1999 αλλά διατρέχει με φλας μπακ το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα. Τον καίει η αλήθεια. Ερευνώντας και συγκεντρώνοντας υλικό, καταλήγει στο να γράφει τη βιογραφία του Δενδρινού, ιχνηλατώντας στην πραγματικότητα τη δική του ζωή.
 Χρονικά αναφέρεται στη γενιά της Μεταπολίτευσης, τη γενιά του Πολυτεχνείου και μετά. Καθόσον όμως ερευνά τις συνθήκες ζωής του Στέφανου Δενδρινού για να αναζητήσει τον δολοφόνο, ο Πανταζής βρίσκει, ανασκαλεύοντας το παρελθόν, αιτίες και κίνητρα στο οικογενειακό περιβάλλον του Δενδρινού, από τη μια, και του υπ’αριθμόν ένα υπόπτου, συναδέλφου στο Πανεπιστήμιο, Περικλή Σκαρλάτου, από την άλλη, με τον οποίο τον συνδέουν διάφορες συναισθηματικές εμπλοκές από παλιά μέχρι και πρόσφατα. Έτσι, ο αφηγητής δημοσιογράφος αναγκάζεται να αναφερθεί σε παλαιότερα συμβάντα της Θεσσαλονίκης όπως ο Μάης του ’36 και οι μεγάλες απεργίες των καπνεργατών αλλά και η Κατοχή και ο Εμφύλιος και η Χούντα, ακόμη και η εβραϊκή κοινότητα της πόλης. Ανοίγεται όμως με αυτόν τον τρόπο πολύ το χρονικό άνυσμα, που εκ των πραγμάτων καλύπτεται ελλειπτικά και επιλεκτικά. Στην προσπάθειά του εξάλλου ο Καραγιάννης να συνδυάσει στοιχεία από το κοινωνικό-πολιτικό (και συνακόλουθα ιστορικό) μυθιστόρημα, το novel campus, τη βιογραφία, την αστυνομική πλοκή, αδυνατίζει κάπως το νήμα της συνοχής μέσα στην τόση ποικιλία των ειδών και το χρονικό εύρος του ορίζοντα της αφήγησης.

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

ΒΙΒΛΙΟΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ


Συνέντευξη στην Τίνα Πανώριου, Ραδιοτηλεόραση 17.2.12
Ο Στέφανος ο ήρωάς σας εγκατέλειψε το αγνό όνειρο της νιότης του, το σκέπασαν τα ακριβά ρούχα. Η ματαιοδοξία και το εύκολο χρήμα κατέστρεψε τον ίδιο αλλά και σχεδόν σύσσωμη την περίφημη γενιά του Πολυτεχνείου. Τι κρίμα όμως…

Ναι. Νομίζω ότι είναι η γενιά  που ξεκίνησε  κάποτε με την ωραία ματαιοδοξία να αλλάξει τον κόσμο, αλλά έμεινε στα μισά του δρόμου και διαλύθηκε σε μια μπελ επόκ της κατανάλωσης. Η γενιά με τα μεγάλα οράματα που άντεξε τον φάλαγγα και τον βούρδουλα, αλλά λύγισε στο βελούδινο χέρι. Που άφησε στην άκρη το φωτοστέφανο και αναζήτησε με πάθος την κοινωνική άνοδο, τη λατρεία της επιτυχίας, το όνειρο του εύκολου χρήματος, τη γκλαμουριά και τη χλιδάτη ζωή, ξεχνώντας την ηθική και την κοινωνική της συνείδηση.

Πίσω από τον πιο βίαιο άντρα κρύβεται ένα μικρό παιδί; γράφετε…

Η παιδική ηλικία είναι καθοριστική για κάθε άνθρωπο. Είναι το κλειδί του χαρακτήρα του. Η  βία είναι μια μορφή αδυναμίας, μια άμυνα. Μια θορυβώδης δήλωση ότι «υπάρχω». Το χάδι της μάνας είναι ο χαμένος παράδεισος στον οποίο πάντα θέλουμε να επιστρέφουμε. Η αγάπη μπορεί να σκοτώσει το μίσος, το χάδι μιας γυναίκας μπορεί να εξημερώσει και τον πιο βίαιο άντρα.

Λέτε «Αυτή είναι η ζωή γλυκόπικρη. Οι ωραίες αναμνήσεις εναλλάσσονται με βαθύ πόνο»…

Πρέπει να έχουμε συνείδηση ότι η ζωή δεν είναι μια στιγμή αλλά μια μακριά διαδρομή όπου εναλλάσσονται η χαρά, ο πόνος, η θλίψη, η αγάπη, η προδοσία και η απόγνωση. Μόνον έτσι θα μπορέσουμε να απολαύσουμε τις ωραίες στιγμές και να αντέξουμε τη δοκιμασία των δύσκολων.

Τελικά οι ερωτικές σχέσεις είναι η μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής όλων μας;

Πιστεύω ότι είναι μια από τις μεγαλύτερες εμπειρίες της ζωής μας.  Στην αρχή είναι η ανακάλυψη του «Άλλου», η μέθη και η αυταπάτη ότι κατακτήσαμε την ευτυχία. Ύστερα έρχεται η δυσκολία της συνύπαρξης. Πρώτα γιατί είμαστε διαφορετικοί χαρακτήρες, αλλά και γιατί έχουμε ένα «εγώ» το οποίο έχουμε μάθει να τρέφουμε και να ικανοποιούμε καθημερινά. Όμως αυτή τη φορά πρέπει να αναγνωρίσει ένα άλλο «εγώ», δηλαδή να κάνει συμβιβασμούς και υποχωρήσεις για να συνυπάρξει. Στο τέλος συνήθως έρχεται η πλήξη, η απογοήτευση ή η προδοσία ανάλογα με το ποια θέση επιφυλάσσει η τύχη για τον καθένα ή το προσωπικό του κουράγιο να διεκδικήσει τη ζωή. Κάθε άτομο περνάει όλη την κλίμακα των συναισθημάτων και των εμπειριών που στο τέλος γίνονται όλοι -κατά την άποψή τους- «σοφοί» κι έχουν μια ιστορία να διηγηθούν.

 «Οι παθιασμένοι εραστές μαζεύουν τα ράκη της αγάπης τους μέσα  στις καθημερινές έριδες, που εναλλάσσονται με ατέλειωτες  περιόδους ανίας».

Δυστυχώς ακόμη και οι πιο μεγάλοι έρωτες περνούν τη δοκιμασία. Όλοι οι εραστές παίζουν αφελώς ένα χιλιοπαιγμένο έργο, νομίζοντας ότι ανακαλύπτουν την Αμερική. Όμως ο χρόνος τούς παραμονεύει και τους περιγελά με το σαρδόνιο γέλιο του, γιατί πρέπει να αντιμετωπίσουν τη δυσοσμία των σκουπιδιών της καθημερινής συμβίωσης. Και τότε  το «σ’ αγαπώ», το «πάντα» και το «ποτέ»  των εραστών, μοιάζουν απίθανα ελαφρά. Στις λίγες ευτυχείς περιπτώσεις που υπάρχει ωριμότητα και  εκλεκτική συγγένεια ανάμεσα στο ζευγάρι ο έρωτας θα μετεξελιχθεί σε αγάπη και συντροφικότητα. Στις περισσότερες η αποτυχία είναι πανηγυρική και  εκκωφαντική με όλα τα παρεπόμενα.

Αναγνώστες

ΤΙΤΛΟΣ Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ